ακυρίευτος

ακυρίευτος
η , ο [ος , ον ]
1) незахваченный, незанятый, 2) неприступный, недоступный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακυρίευτος" в других словарях:

  • ακυρίευτος — η, ο (Μ ἀκυρίευτος, η, ο και ος, ον) [κυριεύω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου 2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος μσν. αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο,… …   Dictionary of Greek

  • ακυρίευτος — η, ο αυτός που δεν κυριεύτηκε ή δεν μπορεί να κυριευτεί: Το φρούριο αυτό κατάντησε πραγματικά ακυρίευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • господьствоватисѧ — ГОСПОДЬСТВ|ОВАТИСѦ (1*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Находиться под чьей л. властью: д҃ша не г(с)ьствуетсѩ ѿ стр(с)ти. Всѩ есть свободна. всѩ б҃овидна. (ἀκυρίευτος) ФСт XIV, 189а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάλωτος — η, ο (Α ἀνάλωτος, ον) αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος αρχ. 1. ακατόρθωτος, ανέφικτος 2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος 3. αδωροδόκητος, αδέκαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»